πιστάς

πιστάς
πιστά̱ς , πιστός 1
liquid
fem acc pl
πιστά̱ς , πιστός 2
to be trusted
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • έλκηθρο — Μέσο μεταφοράς που χρησιμοποιείται για την κίνηση πάνω στο χιόνι ή στον πάγο. Είναι κατασκευασμένο από ξύλο ή από σίδερο και αποτελείται από δύο πατίνια ενωμένα με τραβέρσες, πάνω στις οποίες είναι τοποθετημένο ένα αμάξωμα ή ένα κάθισμα. Το έ.… …   Dictionary of Greek

  • πιστός — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Έδεσσα της Ελλάδας και μαρτύρησε επί Μαξιμιανού (285 305), μαζί με τη μητέρα του Βάσσα και τα αδέλφια του Θεογόνιο και Αγάπιο. Η μνήμη τους τιμάται στις 21 Αυγούστου. II Επίσκοπος της… …   Dictionary of Greek

  • Κλυν, Χάρυ — (Καλαμαριά 1940 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του ηθοποιού, σκηνοθέτη και συγγραφέα Βασίλη Τριανταφυλλίδη. Ο Κ., ποντιακής καταγωγής, ανακαλύφθηκε από τον Γιώργο Οικονομίδη. Ενστικτώδης, πολυτάλαντος και εύστροφος, ήταν ο πρώτος που προσδιόρισε,… …   Dictionary of Greek

  • ντουμπλάζ — Λατινογενής όρος, που στα ελληνικά μπορεί να αποδοθεί μεταγλώττιση, και υποδηλώνει στη γλώσσα του κινηματογράφου την τεχνική μέθοδο, η οποία επιτρέπει να αντικαθίσταται κατά την εκτύπωση της θετικής κόπιας της ταινίας ο αρχικός ήχος με μια άλλη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”